↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αμμοβολέας οι αμμοβολείς
      γενική του αμμοβολέα των αμμοβολέων
    αιτιατική τον αμμοβολέα τους αμμοβολείς
     κλητική αμμοβολέα αμμοβολείς
Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αμμοβολέας < αμμοβολ(ή) + -έας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αμμοβολέας αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία