αμμοβολέας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αμμοβολέας < αμμοβολ(ή) + -έας
Ουσιαστικό
επεξεργασίααμμοβολέας αρσενικό
- μηχάνημα που εκτοξεύει άμμο προς μια επιφάνεια (για να την καθαρίσει, να αφαιρέσει βερνίκι, σκουριά, ή ακόμα για να εγγράψει κάτι)