αμεταμόσχευτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αμεταμόσχευτος < α- + μεταμοσχεύ(ω) + -τος[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.me.taˈmo.sxe.ftos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐με‐τα‐μό‐σχευ‐τος
Επίθετο επεξεργασία
αμεταμόσχευτος, -η, -ο
- (σπάνιο) αυτός που δεν τον μεταμόσχευσαν
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αμεταμόσχευτος
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αμεταμόσχευτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας