Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμεταμόσχευτος η αμεταμόσχευτη το αμεταμόσχευτο
      γενική του αμεταμόσχευτου της αμεταμόσχευτης του αμεταμόσχευτου
    αιτιατική τον αμεταμόσχευτο την αμεταμόσχευτη το αμεταμόσχευτο
     κλητική αμεταμόσχευτε αμεταμόσχευτη αμεταμόσχευτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμεταμόσχευτοι οι αμεταμόσχευτες τα αμεταμόσχευτα
      γενική των αμεταμόσχευτων των αμεταμόσχευτων των αμεταμόσχευτων
    αιτιατική τους αμεταμόσχευτους τις αμεταμόσχευτες τα αμεταμόσχευτα
     κλητική αμεταμόσχευτοι αμεταμόσχευτες αμεταμόσχευτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμεταμόσχευτος < α- + μεταμοσχεύ(ω) + -τος[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.me.taˈmo.sxe.ftos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐με‐τα‐μό‐σχευ‐τος

  Επίθετο επεξεργασία

αμεταμόσχευτος, -η, -ο

  • (σπάνιο) αυτός που δεν τον μεταμόσχευσαν

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία