↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμερικανόπνευστος η αμερικανόπνευστη το αμερικανόπνευστο
      γενική του αμερικανόπνευστου της αμερικανόπνευστης του αμερικανόπνευστου
    αιτιατική τον αμερικανόπνευστο την αμερικανόπνευστη το αμερικανόπνευστο
     κλητική αμερικανόπνευστε αμερικανόπνευστη αμερικανόπνευστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμερικανόπνευστοι οι αμερικανόπνευστες τα αμερικανόπνευστα
      γενική των αμερικανόπνευστων των αμερικανόπνευστων των αμερικανόπνευστων
    αιτιατική τους αμερικανόπνευστους τις αμερικανόπνευστες τα αμερικανόπνευστα
     κλητική αμερικανόπνευστοι αμερικανόπνευστες αμερικανόπνευστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αμερικανόπνευστος < αμερικανό- + πνευστός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.me.ɾi.kaˈno.pnef.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐με‐ρι‐κα‐νό‐πνευ‐στος

  Επίθετο

επεξεργασία

αμερικανόπνευστος, -η, -ο

  • που υποστηρίζεται και υποκινείται από την Αμερική
    ※  Η ηγεμονία πάντως των ΗΠΑ δεν απειλείται προς το παρόν καθόλου, όχι μόνο λόγω του 17% των αντίστοιχων δικαιωμάτων όσο και του δικαιώματος του βέτο που μόνη αυτή κατέχει. Μπορεί ένας υπερεθνικός θεσμός να «αισθάνεται» την ανάγκη να συμβαδίσει με τον «πολυπολικό» κόσμο που αναδύεται στη μετά την κρίση εποχή, όμως ας μην ξεχνάμε ότι έστω και υπό το «πιλοτάρισμα» ενός γάλλου κυβερνήτη παραμένει ένας «αμερικανόπνευστος» οργανισμός. (Κ. Μαργιόλης, Αναβαθμισμένος ρόλος για τον φανατικό της «νέας οικονομικής ορθοδοξίας», Το Βήμα, 11 Οκτωβρίου 2009)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • αμερικανόπνευστος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)