αμβλυντικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αμβλυντικός < αρχαία ελληνική ἀμβλυντικός < ἀμβλύς
Επίθετο
επεξεργασίααμβλυντικός, -ή, -ό
- που συντελεί στην άμβλυνση, που είναι ικανός να αμβλύνει κάτι (κάνοντάς το λιγότερο αιχμηρό) ή να αμβλυνθεί ο ίδιος
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αμβλύς
Μεταφράσεις
επεξεργασία αμβλυντικός
|