αμαστίγωτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αμαστίγωτος < (ελληνιστική κοινή) ἀμαστίγωτος < μαστιγόω < μάστιξ
Επίθετο επεξεργασία
αμαστίγωτος, -η, -ο
- που δεν έχει μαστιγωθεί
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη μαστίγιο
Μεταφράσεις επεξεργασία
αμαστίγωτος