αμαζόνιος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αμαζόνιος < αρχαία ελληνική ἀμαζόνιος < Ἀμαζών < ἀ- + μαζός
ΕπίθετοΕπεξεργασία
αμαζόνιος, -α, -ο
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη αμαζόνα
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αμαζόνιος
|