αμήνυτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αμήνυτος | η | αμήνυτη | το | αμήνυτο |
γενική | του | αμήνυτου | της | αμήνυτης | του | αμήνυτου |
αιτιατική | τον | αμήνυτο | την | αμήνυτη | το | αμήνυτο |
κλητική | αμήνυτε | αμήνυτη | αμήνυτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αμήνυτοι | οι | αμήνυτες | τα | αμήνυτα |
γενική | των | αμήνυτων | των | αμήνυτων | των | αμήνυτων |
αιτιατική | τους | αμήνυτους | τις | αμήνυτες | τα | αμήνυτα |
κλητική | αμήνυτοι | αμήνυτες | αμήνυτα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αμήνυτος < (ελληνιστική κοινή) ἀμήνυτος < αρχαία ελληνική μηνύω
Επίθετο επεξεργασία
αμήνυτος, -η, -ο
- που δεν του έχουν στείλει μήνυμα
- ξαφνικός, απρόσκλητος
- που δεν του έχουν κάνει μήνυση
Μεταφράσεις επεξεργασία
αμήνυτος
|