αμάντευτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αμάντευτος < αρχαία ελληνική ἀμάντευτος < μαντεύομαι < μάντις
Επίθετο επεξεργασία
αμάντευτος
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη μάντης
Μεταφράσεις επεξεργασία
αμάντευτος