αλωνιάρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αλωνιάρης | η | αλωνιάρα | το | αλωνιάρικο |
γενική | του | αλωνιάρη | της | αλωνιάρας | του | αλωνιάρικου |
αιτιατική | τον | αλωνιάρη | την | αλωνιάρα | το | αλωνιάρικο |
κλητική | αλωνιάρη | αλωνιάρα | αλωνιάρικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αλωνιάρηδες | οι | αλωνιάρες | τα | αλωνιάρικα |
γενική | των | αλωνιάρηδων | — | των | αλωνιάρικων | |
αιτιατική | τους | αλωνιάρηδες | τις | αλωνιάρες | τα | αλωνιάρικα |
κλητική | αλωνιάρηδες | αλωνιάρες | αλωνιάρικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααλωνιάρης αρσενικό (θηλυκό: αλωνιάρα, ουδέτερο αλωνιάρικο)
- ιδιοκτήτης, ή εργάτης αλωνιού (όπως π.χ. παραγαδιάρης, ταβερνιάρης)
Σημειώσεις
επεξεργασίαΣε χρήση φέρεται και ως επίθετο "αλωνιάρα φοράδα", "αλωνιάρικο γαϊδούρι ή μερίδιο"
Μεταφράσεις
επεξεργασία αλωνιάρης
|