↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλωνιάρης η αλωνιάρα το αλωνιάρικο
      γενική του αλωνιάρη της αλωνιάρας του αλωνιάρικου
    αιτιατική τον αλωνιάρη την αλωνιάρα το αλωνιάρικο
     κλητική αλωνιάρη αλωνιάρα αλωνιάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλωνιάρηδες οι αλωνιάρες τα αλωνιάρικα
      γενική των αλωνιάρηδων των αλωνιάρικων
    αιτιατική τους αλωνιάρηδες τις αλωνιάρες τα αλωνιάρικα
     κλητική αλωνιάρηδες αλωνιάρες αλωνιάρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αλωνιάρης < αλώνι + -ιάρης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αλωνιάρης αρσενικό (θηλυκό: αλωνιάρα, ουδέτερο αλωνιάρικο)

Σημειώσεις

επεξεργασία

Σε χρήση φέρεται και ως επίθετο "αλωνιάρα φοράδα", "αλωνιάρικο γαϊδούρι ή μερίδιο"

  Μεταφράσεις

επεξεργασία