↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλλοχωριανός η αλλοχωριανή το αλλοχωριανό
      γενική του αλλοχωριανού της αλλοχωριανής του αλλοχωριανού
    αιτιατική τον αλλοχωριανό την αλλοχωριανή το αλλοχωριανό
     κλητική αλλοχωριανέ αλλοχωριανή αλλοχωριανό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλλοχωριανοί οι αλλοχωριανές τα αλλοχωριανά
      γενική των αλλοχωριανών των αλλοχωριανών των αλλοχωριανών
    αιτιατική τους αλλοχωριανούς τις αλλοχωριανές τα αλλοχωριανά
     κλητική αλλοχωριανοί αλλοχωριανές αλλοχωριανά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αλλοχωριανός < άλλος + -ο- + χωριό + -ανός

  Επίθετο

επεξεργασία

αλλοχωριανός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία