Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αλληλοσυμβατός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αλληλοσυμβατ
ός
η
αλληλοσυμβατ
ή
το
αλληλοσυμβατ
ό
γενική
του
αλληλοσυμβατ
ού
της
αλληλοσυμβατ
ής
του
αλληλοσυμβατ
ού
αιτιατική
τον
αλληλοσυμβατ
ό
την
αλληλοσυμβατ
ή
το
αλληλοσυμβατ
ό
κλητική
αλληλοσυμβατ
έ
αλληλοσυμβατ
ή
αλληλοσυμβατ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αλληλοσυμβατ
οί
οι
αλληλοσυμβατ
ές
τα
αλληλοσυμβατ
ά
γενική
των
αλληλοσυμβατ
ών
των
αλληλοσυμβατ
ών
των
αλληλοσυμβατ
ών
αιτιατική
τους
αλληλοσυμβατ
ούς
τις
αλληλοσυμβατ
ές
τα
αλληλοσυμβατ
ά
κλητική
αλληλοσυμβατ
οί
αλληλοσυμβατ
ές
αλληλοσυμβατ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αλληλοσυμβατός
<
αλληλο-
+
συμβατός
Επίθετο
επεξεργασία
αλληλοσυμβατός
που έχουν
συμβατότητα
ο
ένας
με τον
άλλον
Συγγενικά
επεξεργασία
αλληλοσυμβατότητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αλληλοσυμβατός