αλληλοσυμβατότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αλληλοσυμβατότητα < αλληλοσυμβατός + -ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασίααλληλοσυμβατότητα θηλυκό
- το να είναι κάποιοι αλληλοσυμβατοί
Μεταφράσεις
επεξεργασία αλληλοσυμβατότητα
|
αλληλοσυμβατότητα θηλυκό
|