Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλαφρύς η αλαφριά το αλαφρύ
      γενική του αλαφριού
αλαφρύ
της αλαφριάς του αλαφριού
αλαφρύ
    αιτιατική τον αλαφρύ την αλαφριά το αλαφρύ
     κλητική αλαφρύ αλαφριά αλαφρύ
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλαφριοί
αλαφρείς
οι αλαφριές τα αλαφριά
      γενική των αλαφριών των αλαφριών των αλαφριών
    αιτιατική τους αλαφριούς
αλαφρείς
τις αλαφριές τα αλαφριά
     κλητική αλαφριοί
αλαφρείς
αλαφριές αλαφριά
Οι τύποι με γιώτα (-ιού, -ιοί, -ιά, -ιών, ...) προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «αψύς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλαφρύς < ελαφρύς με υποχωρητική ανομοίωση [ela] > [ala].[1] Δείτε και αλαφρός, ελαφρός.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.laˈfɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐λα‐φρύς

  Επίθετο επεξεργασία

αλαφρύς, -ιά, -ύ

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία