αλέκτωρ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αλέκτωρ | οι | αλέκτορες |
γενική | του | αλέκτορος | των | αλεκτόρων |
αιτιατική | τον | αλέκτορα | τους | αλέκτορες |
κλητική | αλέκτορ | αλέκτορες | ||
Δείτε και το νεότερο «αλέκτορας» | ||||
Κατηγορία όπως «αυτοκράτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αλέκτωρ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀλέκτωρ, ποιητικός τύπος του ουσιαστικού ἀλεκτρυών
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈle.ktoɾ/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐λέ‐κτωρ
Ουσιαστικό
επεξεργασίααλέκτωρ αρσενικό
- (καθαρεύουσα) ἀλέκτωρ, ο αλέκτορας: ο κόκορας, ο πετεινός
- ※ Ὅταν οἱ ἀλέκτορες ψάλλωσι συχνὰ καὶ ἀτάκτως, οἱ δὲ φίλοι τῆς ἀντιπολιτεύσεως κοκορεύονται, σημαίνει μεταλλαγὴν καιροῦ καὶ… κυβερνήσεως. (Κωνσταντίνος Σκόκος, «Ο αλάνθαστος και αψευδής Καζαμίας του 1886», στο Γελοιογραφικόν Ημερολόγιον του Έτους 1886)
Μεταφράσεις
επεξεργασία αλέκτωρ
|