Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αλέκτωρ οι αλέκτορες
      γενική του αλέκτορος των αλεκτόρων
    αιτιατική τον αλέκτορα τους αλέκτορες
     κλητική αλέκτορ αλέκτορες
Δείτε και το νεότερο «αλέκτορας»
Κατηγορία όπως «αυτοκράτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλέκτωρ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀλέκτωρ, ποιητικός τύπος του ουσιαστικού ἀλεκτρυών

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈle.ktoɾ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐λέ‐κτωρ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αλέκτωρ αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία