ακτουαλισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ακτουαλισμός < αγγλική actualism < λατινική actualis < actus < ago < πρωτοϊταλική *agō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂éǵeti
Ουσιαστικό επεξεργασία
ακτουαλισμός αρσενικό
- (φιλοσοφία) φιλοσοφική θεωρία που πρεσβεύει ότι αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο ως κίνηση κι όχι ως κάτι στατικό