ακτοπλόος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ακτοπλόος < ακτ(ή) + -ο- + -πλόος, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική caboteur
Ουσιαστικό
επεξεργασίαακτοπλόος αρσενικό ή θηλυκό
- που είναι ιδιοκτήτης ή εκμεταλλεύεται οικονομικά πλοία ακτοπλοΐας
Μεταφράσεις
επεξεργασία ακτοπλόος
|