Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.bɔ.tœːʁ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
caboteur caboteurs

caboteur (fr) αρσενικό

  1. (παρωχημένο) ο ναυτικός που δουλεύει στην ακτοπλοΐα
  2. το ακτόπλοιο