ακτινολογικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ακτινολογικός < ακτινολογία
Επίθετο
επεξεργασίαακτινολογικός
- (ιατρική) ο σχετικός με την ακτινολογία
- ακτινολογικός έλεγχος
- ακτινολογική εξέταση
- ακτινολογικό εύρημα
- το ουδέτερο (το ακτινολογικό) χρησιμοποιείται και ως ουσιαστικό
Συνώνυμα
επεξεργασία- ακτινοσκοπικός
- ακτινοδιαγνωστικός
- ραδιογραφικός (παλιότερα)
- ραδιολογικός
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ακτινολογικός