ακτινολόγος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ακτινολόγος < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ακτινολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (ιατρική, επάγγελμα) επιστήμονας ή τεχνικός εξειδικευμένος στην ακτινολογία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ακτινολόγος