Δείτε επίσης: ἀκροβολίζω

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.kɾo.voˈli.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ακροβολίζω

ακροβολίζω[1], αόρ.: (ακροβόλισα), παθ.φωνή: ακροβολίζομαι, π.αόρ.: ακροβολίστηκα, μτχ.π.π.: ακροβολισμένος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία