ακροβολώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ακροβολώ < ελληνιστική κοινή ἀκροβολέω < αρχαία ελληνική ἀκροβολίζω < ἀκροβόλος < ἀκρη + βάλλω
Ρήμα
επεξεργασίαακροβολώ
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις ακροβολίζομαι, άκρη και βάλλω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ακροβολώ | ακροβολούσα | θα ακροβολώ | να ακροβολώ | ακροβολώντας | |
β' ενικ. | ακροβολείς | ακροβολούσες | θα ακροβολείς | να ακροβολείς | (ακροβόλει) | |
γ' ενικ. | ακροβολεί | ακροβολούσε | θα ακροβολεί | να ακροβολεί | ||
α' πληθ. | ακροβολούμε | ακροβολούσαμε | θα ακροβολούμε | να ακροβολούμε | ||
β' πληθ. | ακροβολείτε | ακροβολούσατε | θα ακροβολείτε | να ακροβολείτε | ακροβολείτε | |
γ' πληθ. | ακροβολούν(ε) | ακροβολούσαν(ε) | θα ακροβολούν(ε) | να ακροβολούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ακροβόλησα | θα ακροβολήσω | να ακροβολήσω | ακροβολήσει | ||
β' ενικ. | ακροβόλησες | θα ακροβολήσεις | να ακροβολήσεις | ακροβόλησε | ||
γ' ενικ. | ακροβόλησε | θα ακροβολήσει | να ακροβολήσει | |||
α' πληθ. | ακροβολήσαμε | θα ακροβολήσουμε | να ακροβολήσουμε | |||
β' πληθ. | ακροβολήσατε | θα ακροβολήσετε | να ακροβολήσετε | ακροβολήστε | ||
γ' πληθ. | ακροβόλησαν ακροβολήσαν(ε) |
θα ακροβολήσουν(ε) | να ακροβολήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ακροβολήσει | είχα ακροβολήσει | θα έχω ακροβολήσει | να έχω ακροβολήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ακροβολήσει | είχες ακροβολήσει | θα έχεις ακροβολήσει | να έχεις ακροβολήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ακροβολήσει | είχε ακροβολήσει | θα έχει ακροβολήσει | να έχει ακροβολήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ακροβολήσει | είχαμε ακροβολήσει | θα έχουμε ακροβολήσει | να έχουμε ακροβολήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ακροβολήσει | είχατε ακροβολήσει | θα έχετε ακροβολήσει | να έχετε ακροβολήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ακροβολήσει | είχαν ακροβολήσει | θα έχουν ακροβολήσει | να έχουν ακροβολήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ακροβολώ
|