Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ακροβολισμός οι ακροβολισμοί
      γενική του ακροβολισμού των ακροβολισμών
    αιτιατική τον ακροβολισμό τους ακροβολισμούς
     κλητική ακροβολισμέ ακροβολισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακροβολισμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀκροβολισμός[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.kɾo.vo.liˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κρο‐βο‐λι‐σμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ακροβολισμός αρσενικό

  1. (στρατιωτικός όρος)
    1. (συνήθως στον πληθυντικό) η τοποθέτηση στρατιωτών σε σκόρπιες τυχαίες θέσεις, η πράξη ή το αποτέλεσμα του ακροβολίζομαι
    2. οι δοκιμαστικές βολές που ανταλλάσσονται από μακριά μεταξύ αντιπάλων παρατάξεων πριν την κύρια μάχη
  2. (μεταφορικά, συνήθως στον πληθυντικό) κρυφές προσβολές και χυδαιολογίες που εκφράζονται μέσω υπαινιγμών

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία