ακροβολισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ακροβολισμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀκροβολισμός[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.kɾo.vo.liˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κρο‐βο‐λι‐σμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
ακροβολισμός αρσενικό
- (στρατιωτικός όρος)
- (συνήθως στον πληθυντικό) η τοποθέτηση στρατιωτών σε σκόρπιες τυχαίες θέσεις, η πράξη ή το αποτέλεσμα του ακροβολίζομαι
- οι δοκιμαστικές βολές που ανταλλάσσονται από μακριά μεταξύ αντιπάλων παρατάξεων πριν την κύρια μάχη
- (μεταφορικά, συνήθως στον πληθυντικό) κρυφές προσβολές και χυδαιολογίες που εκφράζονται μέσω υπαινιγμών
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ακροβολίζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
η τοποθέτηση στρατιωτών σε σκόρπιες τυχαίες θέσεις
|
οι δοκιμαστικές βολές που ανταλλάσσονται από μακριά μεταξύ αντιπάλων παρατάξεων
|
κρυφές προσβολές και χυδαιολογίες που εκφράζονται μέσω υπαινιγμών
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ακροβολισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας