ακροβόλισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ακροβόλισμα < ελληνιστική κοινή ἀκροβόλισμα < αρχαία ελληνική ἀκροβολίζω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαακροβόλισμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ακροβολίζομαι (/ ακροβολίζω)
Μεταφράσεις
επεξεργασία ακροβόλισμα
|