Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακροαριστερός η ακροαριστερή το ακροαριστερό
      γενική του ακροαριστερού της ακροαριστερής του ακροαριστερού
    αιτιατική τον ακροαριστερό την ακροαριστερή το ακροαριστερό
     κλητική ακροαριστερέ ακροαριστερή ακροαριστερό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακροαριστεροί οι ακροαριστερές τα ακροαριστερά
      γενική των ακροαριστερών των ακροαριστερών των ακροαριστερών
    αιτιατική τους ακροαριστερούς τις ακροαριστερές τα ακροαριστερά
     κλητική ακροαριστεροί ακροαριστερές ακροαριστερά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακροαριστερός < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.kɾo.a.ɾi.steˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κρο‐α‐ρι‐στε‐ρός

  Επίθετο επεξεργασία

ακροαριστερός, -ή, -ό

  1. χαρακτηρισμός κάποιου που υποστηρίζει την Αριστερά και του οποίου οι πολιτικές πεποιθήσεις θεωρούνται ακραίες, εξτρεμιστικές
    μια άγνωστη έως τώρα ακροαριστερή οργάνωση ανέλαβε την ευθύνη για την χτεσινή τρομοκρατική επίθεση
  2. που ταιριάζει με τέτοιο άτομο ή με τέτοιες πεποιθήσεις
    ακροαριστερή βία

  Μεταφράσεις επεξεργασία