ακλυδώνιστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ακλυδώνιστος < α- στερητικό + κλυδωνίζομαι + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος
Επίθετο επεξεργασία
ακλυδώνιστος, -η, -ο
- που μένει ανεπηράστος από κλυδωνισμούς
Μεταφράσεις επεξεργασία
ακλυδώνιστος
|