αισώπειος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αισώπειος < αρχαία ελληνική Aἰσώπειος < Αἴσωπος
Επίθετο
επεξεργασίααισώπειος, -α, -ο
- που έχει σχέση με τον Αίσωπο ή αναφέρεται σ' αυτόν
- Οι αισώπειοι μύθοι είναι ονομαστοί σε όλη τη γη.
- Θα βγει κάποιο ηθικό δίδαγμα από όσα λες; Σαν αισώπειος μύθος ακούγεται η ιστορία σου.
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Αίσωπος
Μεταφράσεις
επεξεργασία αισώπειος
αισώπειοι μύθοι