Δείτε επίσης: Aἰσώπειος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αισώπειος η αισώπεια το αισώπειο
      γενική του αισώπειου της αισώπειας του αισώπειου
    αιτιατική τον αισώπειο την αισώπεια το αισώπειο
     κλητική αισώπειε αισώπεια αισώπειο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αισώπειοι οι αισώπειες τα αισώπεια
      γενική των αισώπειων των αισώπειων των αισώπειων
    αιτιατική τους αισώπειους τις αισώπειες τα αισώπεια
     κλητική αισώπειοι αισώπειες αισώπεια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αισώπειος < αρχαία ελληνική Aἰσώπειος < Αἴσωπος

  Επίθετο επεξεργασία

αισώπειος, -α, -ο

  • που έχει σχέση με τον Αίσωπο ή αναφέρεται σ' αυτόν
    Οι αισώπειοι μύθοι είναι ονομαστοί σε όλη τη γη.
    Θα βγει κάποιο ηθικό δίδαγμα από όσα λες; Σαν αισώπειος μύθος ακούγεται η ιστορία σου.

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία