αιμοσυγκολλητίνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αιμοσυγκολλητίνη | οι | αιμοσυγκολλητίνες |
γενική | της | αιμοσυγκολλητίνης | των | αιμοσυγκολλητινών |
αιτιατική | την | αιμοσυγκολλητίνη | τις | αιμοσυγκολλητίνες |
κλητική | αιμοσυγκολλητίνη | αιμοσυγκολλητίνες | ||
Και γενική πληθυντικού σε -ίνων. | ||||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αιμοσυγκολλητίνη < αιμο- + συγκολλητ(ής) + -ίνη, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική hemagglutinin < hem- ή haem- (αιμο-) + agglutinin
Ουσιαστικό
επεξεργασίααιμοσυγκολλητίνη[1] θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
- (βιοχημεία) γλυκοπρωτεΐνη που προκαλεί συγκόλληση των ερυθρών αιμοσφαιρίων
Δείτε επίσης
επεξεργασία- hemagglutinin στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία αιμοσυγκολλητίνη
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αιμοσυγκολλητίνες - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας