γλυκοπρωτεΐνη
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γλυκοπρωτεΐνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: glycoprotein < αρχαία ελληνική γλυκύς + πρῶτος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
γλυκοπρωτεΐνη θηλυκό
- (βιοχημεία) πρωτεΐνη που περιέχει υδατάνθρακες ομοιοπολικά συνδεδεμένους με πλευρικές αλυσίδες αμινοξέων
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
γλυκοπρωτεΐνη