Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αιθαλώδης η αιθαλώδης το αιθαλώδες
      γενική του αιθαλώδους της αιθαλώδους του αιθαλώδους
    αιτιατική τον αιθαλώδη την αιθαλώδη το αιθαλώδες
     κλητική αιθαλώδη(ς) αιθαλώδης αιθαλώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αιθαλώδεις οι αιθαλώδεις τα αιθαλώδη
      γενική των αιθαλωδών των αιθαλωδών των αιθαλωδών
    αιτιατική τους αιθαλώδεις τις αιθαλώδεις τα αιθαλώδη
     κλητική αιθαλώδεις αιθαλώδεις αιθαλώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αιθαλώδης < αιθάλη + -ώδης

  Επίθετο επεξεργασία

αιθαλώδης,-ης,-ες

  Μεταφράσεις επεξεργασία