αθηναίικος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αθηναίικος < αρχαία ελληνική Ἀθηναῖ(ος) + -ικος[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.θiˈne.i.kos/
- συλλαβισμός : α‐θη‐ναί‐ι‐κος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
αθηναίικος, -η, -ο
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αθηναίικος
Επεξεργασία
- ↑ «αθηναίικος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.