Ἀθηναῖος
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- Ἀθηναῖος < αρχαία ελληνική Ἀθηναῖος. Συγχρονικά ανανλύεται σε Ἀθήν(α) + -αῖος
Κύριο όνομαΕπεξεργασία
Ἀθηναῖος αρσενικό
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ἀθηναίικος
- Ἀθηνιώτης
- → και δείτε τις λέξεις Ἀθήνα και gkm
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «Ἀθηναῖος» - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669) [μονοτονικό σύστημα]. greek‑language.gr - η Πύλη για την ελληνική γλώσσα (του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας).
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Ονομαστική | Ἀθηναῖος | Ἀθηναία | Ἀθηναῖον | Ἀθηναῖοι | Ἀθηναῖαι | Ἀθηναῖα |
Γενική | Ἀθηναίου | Ἀθηναίας | Ἀθηναίου | Ἀθηναίων | Ἀθηναίων | Ἀθηναίων |
Δοτική | Ἀθηναίῳ | Ἀθηναίᾳ | Ἀθηναίῳ | Ἀθηναίοις | Ἀθηναίαις | Ἀθηναίοις |
Αιτιατική | Ἀθηναῖον | Ἀθηναίαν | Ἀθηναῖον | Ἀθηναίους | Ἀθηναίας | Ἀθηναῖα |
Κλητική | Ἀθηναῖε | Ἀθηναία | Ἀθηναῖον | Ἀθηναῖοι | Ἀθηναῖαι | Ἀθηναῖα |
Δυικός | Αρσενικό-Ουδέτερο | Θηλυκό | ||||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | Ἀθηναίω | Ἀθηναία | ||||
Γενική-Δοτική | Ἀθηναίοιν | Ἀθηναίαιν |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
Ἀθηναῖος, -α, -ον
- (πατριδωνυμικό) Αθηναίος, που προέρχεται από την Αθήνα
Επεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- Ἀθηναῖος στην Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «Ἀθηναῖος» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.