Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αζουρίτης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
αζουρίτ
ης
οι
αζουρίτ
ες
γενική
του
αζουρίτ
η
των
αζουριτ
ών
αιτιατική
τον
αζουρίτ
η
τους
αζουρίτ
ες
κλητική
αζουρίτ
η
αζουρίτ
ες
Κατηγορία
όπως «
ναύτης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αζουρίτης
: απόδοση της γαλλικής
azurite
<
azur
(: βαθύ μπλέ)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αζουρίτης
αζουρίτης
αρσενικό
(
ορυκτολογία
,
χημεία
) μαλακό
ορυκτό
του
χαλκού
με μπλε
κρυστάλλους
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αζουρίτης
αγγλικά
:
azurite
(en)
γαλλικά
:
azurite
(fr)
γερμανικά
:
Azurit
(de)
εσπεράντο
:
azurito
(eo)
λιθουανικά
:
azuritas
(lt)
ολλανδικά
:
azuriet
(nl)
πολωνικά
:
azuryt
(pl)
πορτογαλικά
:
azurita
(pt)
σλοβακικά
:
azurit
(sk)
σουηδικά
:
azurit
(sv)
φινλανδικά
:
atsuriitti
(fi)