αερόσολα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αερόσολα | οι | αερόσολες |
γενική | της | αερόσολας | — | |
αιτιατική | την | αερόσολα | τις | αερόσολες |
κλητική | αερόσολα | αερόσολες | ||
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αερόσολα < αερό- + σόλα (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική air sole) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααερόσολα θηλυκό
- σόλα παπουτσιού με πεπιεσμένο αέρα για καλύτερη ελαστικότητα και μείωση των κραδασμών [1]
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)