Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αεροχαρτογράφηση οι αεροχαρτογραφήσεις
      γενική της αεροχαρτογράφησης των αεροχαρτογραφήσεων
    αιτιατική την αεροχαρτογράφηση τις αεροχαρτογραφήσεις
     κλητική αεροχαρτογράφηση αεροχαρτογραφήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αεροχαρτογράφηση < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική aerocartography ή aerial mapping. Μορφολογικά αναλύεται σε αερο- + χαρτογράφηση

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.e.ɾo.xaɾ.toˈɣɾa.fi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ε‐ρο‐χαρ‐το‐γρά‐φη‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αεροχαρτογράφηση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • αεροχαρτογράφηση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)