αεροφωτογράφιση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αεροφωτογράφιση | οι | αεροφωτογραφίσεις |
γενική | της | αεροφωτογράφισης* | των | αεροφωτογραφίσεων |
αιτιατική | την | αεροφωτογράφιση | τις | αεροφωτογραφίσεις |
κλητική | αεροφωτογράφιση | αεροφωτογραφίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αεροφωτογραφίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αεροφωτογράφιση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική aerial photography[1] ή μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική aerial photography.[2] Μορφολογικά αναλύεται σε αερο- + φωτογράφιση
Ουσιαστικό
επεξεργασίααεροφωτογράφιση θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αεροφωτογραφίζω
- αεροφωτογραφία
- αεροφωτογραφώ
- → και δείτε τις λέξεις αέρας, φωτογραφία, φωτογράφος, φως και γράφω
Μεταφράσεις
επεξεργασία αεροφωτογράφιση
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ αεροφωτογράφιση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- αεροφωτογράφιση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)