Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αεροστατικός η αεροστατική το αεροστατικό
      γενική του αεροστατικού της αεροστατικής του αεροστατικού
    αιτιατική τον αεροστατικό την αεροστατική το αεροστατικό
     κλητική αεροστατικέ αεροστατική αεροστατικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αεροστατικοί οι αεροστατικές τα αεροστατικά
      γενική των αεροστατικών των αεροστατικών των αεροστατικών
    αιτιατική τους αεροστατικούς τις αεροστατικές τα αεροστατικά
     κλητική αεροστατικοί αεροστατικές αεροστατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αεροστατικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

αεροστατικός, -ή, -ό

  1. σχετικός με την αεροστατική
  2. σχετικός με το αερόστατο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία