Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.e.ʁɔ.sta.tik/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
aérostatique aérostatiques

aérostatique (fr) αρσενικό ή θηλυκό