Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η αεροπόνος οι αεροπόνοι
      γενική του/της αεροπόνου των αεροπόνων
    αιτιατική τον/την αεροπόνο τους/τις αεροπόνους
     κλητική αεροπόνε αεροπόνοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αεροπόνος < αερο- + -πρόνος, σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική aeroponics

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αεροπόνος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία