Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αεροπονικός η αεροπονική το αεροπονικό
      γενική του αεροπονικού της αεροπονικής του αεροπονικού
    αιτιατική τον αεροπονικό την αεροπονική το αεροπονικό
     κλητική αεροπονικέ αεροπονική αεροπονικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αεροπονικοί οι αεροπονικές τα αεροπονικά
      γενική των αεροπονικών των αεροπονικών των αεροπονικών
    αιτιατική τους αεροπονικούς τις αεροπονικές τα αεροπονικά
     κλητική αεροπονικοί αεροπονικές αεροπονικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αεροπονικός < αεροπονία + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

αεροπονικός, -ή, -ό

  • (νεολογισμός) (βοτανική) που έχει σχέση με την αεροπονία ή αναφέρεται σ' αυτήν
    Η πρόταση ανάπτυξης ενός αεροπονικού θερμοκηπίου το οποίο θα λειτουργεί στις αντίξοες συνθήκες της επιφάνειας του Άρη διαθέτοντας ενεργειακή αυτονομία κέρδισε την πρώτη θέση στην κατηγορία «Best Mission Project» του διεθνούς διαγωνισμού «International Space Apps Challenge 2013» της NASA. (Εφημερίδα Το Βήμα, 26/5/2013, σελ. Α16)

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία