Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υδροπονικός η υδροπονική το υδροπονικό
      γενική του υδροπονικού της υδροπονικής του υδροπονικού
    αιτιατική τον υδροπονικό την υδροπονική το υδροπονικό
     κλητική υδροπονικέ υδροπονική υδροπονικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υδροπονικοί οι υδροπονικές τα υδροπονικά
      γενική των υδροπονικών των υδροπονικών των υδροπονικών
    αιτιατική τους υδροπονικούς τις υδροπονικές τα υδροπονικά
     κλητική υδροπονικοί υδροπονικές υδροπονικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υδροπονικός < υδροπονία + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

υδροπονικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία