υδροπονικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
υδροπονικός, -ή, -ό
- (νεολογισμός) (βοτανική) που έχει σχέση με την υδροπονία ή αναφέρεται σ' αυτήν
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
υδροπονικός