αδιάτρητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αδιάτρητος < α- στερητικό + διάτρητος (βλέπε και αρχαίο διατετραίνω)
Επίθετο
επεξεργασίααδιάτρητος, -η, -ο
- που δεν είναι δυνατόν να τον τρυπήσει κάτι, να τον διαπεράσει
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αδιάτρητος