Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγραφιώτικος η αγραφιώτικη το αγραφιώτικο
      γενική του αγραφιώτικου της αγραφιώτικης του αγραφιώτικου
    αιτιατική τον αγραφιώτικο την αγραφιώτικη το αγραφιώτικο
     κλητική αγραφιώτικε αγραφιώτικη αγραφιώτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγραφιώτικοι οι αγραφιώτικες τα αγραφιώτικα
      γενική των αγραφιώτικων των αγραφιώτικων των αγραφιώτικων
    αιτιατική τους αγραφιώτικους τις αγραφιώτικες τα αγραφιώτικα
     κλητική αγραφιώτικοι αγραφιώτικες αγραφιώτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγραφιώτικος < Αγραφιώτ(ης) + -ικος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ɣɾaˈfço.ti.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γρα‐φιώ‐τι‐κος

  Επίθετο επεξεργασία

αγραφιώτικος, -η, -ο

  • ο σχετικός με τα Άγραφα ή τους κατοίκους τους

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία