Δείτε επίσης: αγραφιώτης

Ετυμολογία 1

επεξεργασία

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Αγραφιώτης αρσενικό

  1. (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από τα Άγραφα ή κατοικεί εκεί (θηλυκό Αγραφιώτισσα)
      'Ὅπως σ’ ὅλη τὴ Θεσσαλία, ἔτσι καὶ στὴν ἐπαρχία Ἀγιᾶς, ἦρθαν κι ἐγκαταστάθηκαν σὲ διαδοχικὲς ἐποχὲς Ἀγραφιῶτες καὶ Ἠπειρῶτες κυνηγημένοι εἴτε απὸ τὸν Τοῦρκο, εἶτε ἀπὸ τὴ φτώχεια τῆς γῆς τοῦ τόπου τους.
    Δημ. Κ. Αγραφιώτης, «Ο Χιοναδίτης αγιογράφος Μιχαήλ Ζήκος κι η συντροφιά του στο Μεταξοχώρι Αγιάς», Ηπειρωτική Εστία, Έτος ΚΣΤ΄, τεύχος 303-304 (Ιούλιος - Αύγουστος 1977), σελ. 510
  2. ποταμός της Ευρυτανίας

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία

Κύριο όνομα

επεξεργασία