αγναντιαστός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααγναντιαστός, -ή, -ό
- που αναφέρεται σε πρόσωπο ή πράγματα που βρίσκονται απέναντι το ένα στο άλλο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αγναντιαστός
|
αγναντιαστός, -ή, -ό
|