↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγναντιαστός η αγναντιαστή το αγναντιαστό
      γενική του αγναντιαστού της αγναντιαστής του αγναντιαστού
    αιτιατική τον αγναντιαστό την αγναντιαστή το αγναντιαστό
     κλητική αγναντιαστέ αγναντιαστή αγναντιαστό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγναντιαστοί οι αγναντιαστές τα αγναντιαστά
      γενική των αγναντιαστών των αγναντιαστών των αγναντιαστών
    αιτιατική τους αγναντιαστούς τις αγναντιαστές τα αγναντιαστά
     κλητική αγναντιαστοί αγναντιαστές αγναντιαστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγναντιαστός < αγνάντιας + -τός

  Επίθετο

επεξεργασία

αγναντιαστός, -ή, -ό

  • που αναφέρεται σε πρόσωπο ή πράγματα που βρίσκονται απέναντι το ένα στο άλλο

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία