αγλάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αγλάκι | τα | αγλάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | αγλάκι | τα | αγλάκια |
κλητική | αγλάκι | αγλάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αγλάκι < α- προτακτικό + (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γλάκι(ν) < γλακῶ → δείτε τη λέξη αγκλακώ (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈɣla.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γλά‐κι
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγλάκι ουδέτερο
- (δημοτική, ιδιωματικό, κρητικά) το τρέξιμο
- ※ (από ανέκδοτο, Πνευματικά και καλλιτεχνικά γεγονότα του τόπου μας, Χανιώτικα νέα, ανακτήθηκε 23/12/2022 [1])
- – Το γιο μου σου ‘φερα, Άγιε Δέσποτα, να τόνε κάμεις παπά.
- – Γράμματα ξέρει; Του λέει ο Επίσκοπος.
- – Δεν ξέρω, Άγιε Δέσποτα, ανεν ξέρει γράμματα, αλλά αν είναι για τ’ αγλάκι, τρέχει σαν το δαίμονα.
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αγλακώ