Δείτε επίσης: γλακώ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γλακῶ < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἐκλακῶ,[1] συνηρημένος τύπος του ἐκλακέω < ἐκ + λακέω/λακῶ (διαρρηγνύομαι). Δείτε και λακάω.[2]
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: γλακώ (ιδιωματικό), λακάω/λακώ

γλακῶ

  1. τρέχω, βιάζομαι
    ※  (κρητική λογοτεχνία) 16ος αιώνας Βιτσέντζος Κορνάρος (1553‑1613/14). Ἐρωτόκριτος (1590‑1610)
    ※  Γλακᾷ ὁ ζευγᾶς καὶ χώνεται, τρέχ’ ὁ βοσκὸς καὶ φεύγει, (έκδ.Φοίνικος, 1847 @books.google, Ερωτόκριτος Β.2347)
    ※  Τρέχουν, γλακοῦσι νὰ θωροῦν ὅλοι, μικροὶ μεγάλοι, (εκδ.Φοίνικος, 1862 @books.google, Ερωτόκριτος, Β.911)
  2. βιάζομαι, εξετάζω επιπόλαια
  3. τριγυρνάω και διασκεδάζω

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Χατζιδάκις, Γεώργιος Ν., Μεσαιωνικά και Νέα ελληνικά (ΜΝΕ), τόμος 2ος (1907), σελ.76.
  2. «γλακώ» τόμος 5, τεύχος 1 - Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»