γλακώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γλακώ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γλακῶ (τρέχω, βιάζομαι) < ελληνιστική κοινή ἐκλακῶ[1] < ἐκ + λακῶ. Δείτε και λακάω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɣlaˈko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γλα‐κώ
Ρήμα
επεξεργασίαγλακώ
- (ιδιωματικό) τρέχω να προφτάσω, να αποφύγω κάτι ή για να καταφύγω κάπου[2]
- ※ 1830, Ο καταδικασμός τση Κρήτης, παραδοσιακό
- 'Σ' την Αραπιά πουλήσανε οι Τούρκοι τα παιδιά μας
και όσοι απομείναμε εις τα βουνά γλακούμε
ξυπόλυτοι κι ολόγδυμνοι για να λευτερωθούμε. (@books.google)- Ο Καταδικασμός τση Κρήτης, σελ.18@archive - ⌘ Νικόλαος Πολίτης, Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού, Εν Αθήναις: Τυπογραφείον Εστία, 1914 @archive
- 'Σ' την Αραπιά πουλήσανε οι Τούρκοι τα παιδιά μας
- ※ 1830, Ο καταδικασμός τση Κρήτης, παραδοσιακό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαγλακώ: σε πάρα πολλά μέρη, όπως: νησιά του Αιγαίου, Κρήτη, Πελοπόννησος
- αγλακώ (Θήρα, Κάρπαθος, Κρήτη: Πεδιάδα)
- γλακάρω (Σίφνος)
- γρακώ (Λέσβος)
- λακάω (Πελοπόννησος)
- λακίζω (Ζάκυνθος, Ήπειρος)
- λακώ (Εύβοια, Ήπειρος, Θεσσαλία)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Χατζιδάκις, Γεώργιος Ν., Μεσαιωνικά και Νέα ελληνικά (ΜΝΕ), τόμος 2ος (1907), σελ.76.
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Πηγές
επεξεργασία- γλακώ - ⌘ Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»