γλάκιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γλάκιο | τα | γλάκια |
γενική | του | γλάκιου | των | γλάκιων |
αιτιατική | το | γλάκιο | τα | γλάκια |
κλητική | γλάκιο | γλάκια | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γλάκιο < γλακώ
Ουσιαστικό επεξεργασία
γλάκιο ουδέτερο
- ※ Στο βίτσιμα 'πιανε πουλιά, στο πέταμα γεράκια, στο γλάκιο και στο πήδημα τα λάφια και τ' αγρίμια (Δημοτικό τραγούδι: ο θάνατος του Διγενή)