Ετυμολογία

επεξεργασία

λακάω/(λακώ), πρτ.: λάκαγα, αόρ.: λάκησα, χωρίς παθητική φωνή

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία