Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λάκησα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
λάκισα
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Προφορά
1.2
Ρηματικός τύπος
1.2.1
Άλλες μορφές
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ˈla.ci.sa
/
ομόηχο
:
λάκισα
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
λάκησα
α' ενικό πρόσωπο
οριστικής
αορίστου
του ρήματος
λακάω
/
λακώ
Άλλες μορφές
επεξεργασία
λάκισα
(
του
λακίζω
)